τιμολόγιο

τιμολόγιο
το
1. τιμοκατάλογος, ταρίφα.
2. κατάλογος εμπορευμάτων που πουλήθηκαν, με τις τιμές τους, για εξόφληση, λογαριασμός.
3. κατάλογος αγορασμένων εμπορευμάτων με τις τιμές τους, κοστολόγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμολόγιο — το, Ν 1. πίνακας τιμών τών διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μιας επιχείρησης, αλλ. τιμοκατάλογος 2. εμπορικό έγγραφο που περιέχει τους όρους πώλησης εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών, την τιμή, την ποσότητα και την ποιότητα τών ειδών, την… …   Dictionary of Greek

  • προτιμολόγιο — το, Ν [τιμολόγιο] προσωρινό τιμολόγιο, έγγραφο που εκδίδεται από τον πωλητή κατά τη σύναψη αγοραπωλησίας, πριν από την πραγματοποίησή της και το οποίο αποτελεί ουσιαστικά γραπτή προσφορά που περιλαμβάνει τους όρους πώλησης, οι οποίοι θα… …   Dictionary of Greek

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

  • τιμολογιακός — ή, ό, Ν [τιμολόγιο] ο σχετικός με το τιμολόγιο ή την τιμολόγηση («τιμολογιακή πολιτική») …   Dictionary of Greek

  • φατούρα — η, Ν ναυτ. τιμολόγιο αποστολής εμπορευμάτων, στο οποίο αναγράφονται αναλυτικά τα είδη και η ποσότητά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fattura «τιμολόγιο»] …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • σημείωμα — το, ΝΜΑ [σημειῶ, ώνω] σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών νεοελλ. 1. σημείωση 2. λιγόλογο γράμμα, πρόχειρη επιστολή 3. σύντομο έγγραφο, υπόμνημα που απευθύνεται σε δημόσια αρχή 4. παρατήρηση γραμμένη στο περιθώριο τής σελίδας ή κάτω από το… …   Dictionary of Greek

  • ταρίφα — (Tarifa). Πόλη και λιμάνι της Ισπανίας στην επαρχία Κάδιξ, στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Η πόλη (15.000 κάτ.) έχει μαυριτανικό φρούριο, αμφιθέατρο ταυρομαχιών, ιχθυοτροφεία και βιομηχανία διατηρημένων ψαριών. Κοντά στις ακτές της βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κοστολόγιο — το πίνακας που παρουσιάζει το κόστος εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητα, τιμολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”